- χλοανθής
- -ές, Αχλοερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. πορφυρ-ανθής, χρυσ-ανθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλοανθής — budding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλοανθῆ — χλοανθής budding neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χλοανθής budding masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χλοανθής budding masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλοανθές — χλοανθής budding masc/fem voc sg χλοανθής budding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλοανθέος — χλοανθής budding masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хлоантит — [χλοανθής (υлёантэс ) распускающийся, зеленеющий] м л, (Ni, Co)As3 x. Существует непрерывный изоморфный ряд: X. смальтин. Куб. Габ. куб., кубоок таэдрический, додекаэдрический. Сп. несов. по {100} и… … Геологическая энциклопедия
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
χλοανθίτης — ο, Ν (ορυκτ.) αρσενικούχο ορυκτό τού νικελίου, το οποίο είναι μέλος τής σειράς τού σκουττερουδίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chloanthite < χλοανθής + κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
χλοανθώ — έω, Α [χλοανθής] βλαστάνω, πρασινίζω … Dictionary of Greek
chloanthite — klōˈanˌthīt noun ( s) Etymology: German chloanthit, from Greek chloanthēs budding, pale (from chloos light green color + anthēs blooming, flowered) + German it ite; from its frequent green coating more at glow, anthes : a mineral NiAs … Useful english dictionary